- αντιφεγγίζω
- αντιφεγγίζω και αντιφέγγω, -ισα, αντανακλώ, αντιλάμπω: Τα νερά αντιφέγγιζαν το φως του φεγγαριού που μεσουρανούσε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιφεγγίζω — αντιφεγγίζω, αντιφέγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αντιλάμπω — (AM ἀντιλάμπω) ανακλώ τη λάμψη, αντιφεγγίζω αρχ. μσν. συναγωνίζομαι στη λάμψη με κάποιον αρχ. 1. ρίχνω το φως μου στο πρόσωπο κάποιου 2. θαμπώνω, ζαλίζω κάποιον 3. κάνω σήματα, αναγγέλλω κάτι με πυρσούς … Dictionary of Greek
αντιφέγγισμα — το ανταύγεια, φεγγοβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά] … Dictionary of Greek